- τηλετυποσυνθέτης
- ο, Ν(τυπογρ.) μηχανή που είναι προσαρμοσμένη στη λινοτυπική μηχανή ενός τυπογραφείου και δέχεται από απόσταση ένα κείμενο μέσω διάτρητης χαρτοταινίας.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. teletypesetter < tele- (< τηλ[ε]-*) + type (< τύπος) + set «θέτω, τοποθετώ»].
Dictionary of Greek. 2013.